Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τοῦ ἐρᾶν

См. также в других словарях:

  • бывати — БЫВА|ТИ (>2000), Ю, ѤТЬ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Совершаться, происходить, случаться; исполняться, осуществляться: вьси събори и слоужьбы и праздьници и жьрьтвы. о чл҃вче сего дѣлѩ бываѫть да сѩ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… …   Православная энциклопедия

  • έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • Eros — EROS, ótis, Gr. Ἔρως, ωτος, ist bey den Griechen so viel, als bey den Lateinern Cupido. Es hat aber selbiger bey erstern diesen Namen, nach einigen, von ἐρεῖν, aufsuchen, weil die Liebe das Geliebte suchet, Phurnut. de N.D. c. 25. & Plato ap.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • EREMBI — Arabiae pop. Dionys. de situ orbis, Λυπρὸν ὁρεσκῴων παραφαίνεται οὖδας Ε᾿ρεμβῶν. Sic autem dicuntur, non ὐπὸ τοῦ εἰς ἔραν βαίνειν, uti volunt Grammaticorum filii, sed ab Hebraeo ereb, i. e. Arabia Strab. l. 1. Ε᾿ρεμβοὺς, οὕς εἰκὸς λέγειν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρα — (I) ἔρα, ἡ (Α) 1. η γη 2. η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. ero «γη», ουαλ. er w «αγρός», γοτθ. airpa «γη» κ.ά. Η ύπαρξη παράγωγου επίρρ. έρα ζε οδήγησε στην ερμηνεία τής γλώσσας τού Ησυχίου έρας ως ουδετέρου, ενώ, κατ’ άλλους,… …   Dictionary of Greek

  • ληιάνειρα — ληϊάνειρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ποιοῡσα τοὺς ἄνδρας γυναικῶν ἐρᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐς «λεία» + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα, κυδι άνειρα] …   Dictionary of Greek

  • προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»